- φωνοληπτικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνοληψία (βλ. λ.), που είναι της φωνοληψίας: Φωνοληπτικό μηχάνημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωνοληπτικός — ή, ό, Ν [φωνοληψία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνοληψία. επίρρ... φωνοληπτικά Ν από φωνοληπτική άποψη, με φωνοληψία … Dictionary of Greek